- ἀχειρία
- ἀχειρ-ία, ἡ,A want of hands: hence, awkwardness, Hp.Morb. 1.1, Apollon.Cit.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αχειρία — ἀχειρία, η (Α) [άχειρ] 1. η αδεξιότητα 2. εγγενής μερική ή ολική έλλειψη των χεριών … Dictionary of Greek
ἀχειρίαν — ἀχειρίᾱν , ἀχειρία want of hands fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχειρίη — ἀχειρία want of hands fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)